ἱεροταμίας

ἱεροταμίας
ἱερο-τᾰμίας, ου, ,
A temple-treasurer, IG9(1).32.25 ([place name] Stiris), 12 (1).890 ([place name] Rhodes): pl., Chron.Lind.A.8, Supp.Epigr.2.828 ([place name] Damascus).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιεροταμίας — ἱεροταμίας, ὁ (Α) ταμίας ναού, θησαυροφύλακας τών ιερών …   Dictionary of Greek

  • ιεροταμιεύω — ἱεροταμιεύω (Α) [ιεροταμίας] (επιγρ. και πάπ.) είμαι ιεροταμίας*, εκτελώ καθήκοντα ιεροταμία …   Dictionary of Greek

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”